-
1 φουρκέτα
[фуркэта] ουσ. Θ. шпилька (головная).Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φουρκέτα
-
2 φουρκέτα
[фуркэта] ουσ θ шпилька (головная). -
3 φουρκέτα
saç tokası, firkete -
4 заколка
-
5 шпилька
-
6 извилина
1. (реки) о μαίανδρος, η στροφή, η καμπή 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου), η «φουρκέτα» 3. анат. η έλικ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > извилина
-
7 hair
[heə] 1. noun1) (one of the mass of thread-like objects that grow from the skin: He brushed the dog's hairs off his jacket.) τρίχα2) (the mass of these, especially on a person's head: He's got brown hair.) μαλλιά•- - haired- hairy
- hairiness
- hair's-breadth
- hair-breadth
- hairbrush
- haircut
- hair-do
- hairdresser
- hairdressing
- hair-drier
- hairline
- hair-oil
- hairpin 2. adjective((of a bend in a road) sharp and U-shaped, especially on a mountain or a hill.) κλειστή στροφή(σαν φουρκέτα)- hairstyle
- keep one's hair on
- let one's hair down
- make someone's hair stand on end
- make hair stand on end
- not to turn a hair
- turn a hair
- split hairs
- tear one's hair -
8 hairpin
noun (a bent wire for keeping a woman's hair in place.) φουρκέτα -
9 заколоть
-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заколотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ.1. φονεύω, σκοτώνω με αιχμηρό ή κοφτερό όργανο.2. πιάνω, σταθεροποιώ•заколоть волосы шпилкой πιάνω τα μαλλιά με τη φουρκέτα.
3. αρχίζω να νύσσω κλπ. ρ. βλ. колоть.αυτοκτονώ με κοφτερό ή αιχμηρό όργανο. -
10 невидимка
-и α. κ. θ.1. πρόσωπο ή αντικείμενο αόρατο.2. φουρκέτα (πιάστρα) μαλλιών δυσδιάκριτη (αόρατη).εκφρ.шапка невидимка – μαγικός σκούφος. -
11 приколка
-и θ.1. καρφίτσωμα.2. καρφίτσα• τσιμπιδάκι μαλλιών, φουρκέτα. -
12 шпилька
-и θ.1. φουρκέτα, πιάστρα μαλλιών.2. ειδικά καρφιά υποδημάτων•деревянныешпилькаи οι ξυλόπρογκες.
3. μτφ. παρατήρηση αυστηρή•подпускатьшпилькаи κάνω αυστηρή παρατήρηση.
4. βλήτρο, πείρος.
См. также в других словарях:
φουρκέτα — η, Ν 1. επιμήκης καρφίτσα σε σχήμα ύψιλον για συγκράτηση τών γυναικείων μαλλιών 2. μτφ. πολύ κλειστή στροφή σε αυτοκινητόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. forcheta] … Dictionary of Greek
φουρκέτα — η (λ. ιταλ.), διχαλωτή καρφίδα σε σχήμα U, που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να συγκρατούν τα μαλλιά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)